-
1 подъём
подъём м 1) η ανάβαση, ο ανήφορος 2) (развитие) η άνοδος, η πρόοδος 3) (воодушевление ) ο ενθουσιασμός трудовой \подъём о εργατικός ενθουσιασμός* * *м1) η ανάβαση, ο ανήφορος2) ( развитие) η άνοδος, η πρόοδος3) ( воодушевление) ο ενθουσιασμόςтрудово́й подъём — ο εργατικός ενθουσιασμός
-
2 трудовой
трудов||ойприл ἐργάσιμος, τής ἐργασίας:\трудовой день ἡ ἐργάσιμη μέρα· \трудовой фронт τό μέτωπο τής ἐργασίας· \трудовойая жизнь ἡ ζωή τοῦ δουλευτή· \трудовойые деньги χρήματα πού κερδίζονται μέ τή δουλειά· \трудовойо́е население ὁ ἐργαζόμενος λαός· \трудовойо́е воспитание ἡ ἐργατική διαπαιδαγώγηση· \трудовойа́я дисциплина ἡ ἐργατική πειθαρχία· \трудовойые подвиги τά κατορθώματα τής ἐργασίας· \трудовой подъем ὁ ἐργατικός ἐνθουσιασμός· ◊ \трудовойа́я книжка τό ἐργατικό βιβλιάριο[ν]· \трудовойые резервы οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες.